πολύδρυμος

πολύδρυμος
πολύ-δρῡμος, ον,
A with many woods, Rhian.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύδρυμος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς δρυμούς, πολλά δάση, συνήθως από δρυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρυμός «δάσος» (πρβλ. κατά δρυμος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυδρύμους — πολύδρυμος with many woods masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”